- μελίκηρα
- μελίκηρα, ἡ (Α)1. τα αβγά τής πορφύρας, τα οποία μοιάζουν με κηρήθρα («αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῡ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταυτὸ ποιοῡσι τὴν καλουμένην μελίκηραν», Αριστοτ.)2. μελόπιτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός].
Dictionary of Greek. 2013.